- αλκαθείν
- ἀλκαθεῑν (Α)βοηθώ, υποστηρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω-ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ-, με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.