αλκαθείν

αλκαθείν
ἀλκαθεῑν (Α)
βοηθώ, υποστηρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω-ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ-, με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] …   Dictionary of Greek

  • αλκάθω — ἀλκάθω (Α) άχρηστος ενεστώτας τού ἀλκαθεῑν* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”